Τοποθεσία και εξέλιξις αυτής
Η Επισκοπή αύτη υπήρξε μία των οκτώ Επισκοπών της Παλαιάς Ηπείρου, αίτινες ανεφάνησαν προ του Ε΄ αιώνος. Είχεν έδραν το πρώτον την εν Β. Ηπείρω Αδριανούπολιν, κτισθείσαν κατά τας αρχάς του Β΄ αιώνος μ.Χ. υπό του αυτοκράτορος Αδριανού και οχυρωθείσαν τον Στ΄ αιώνα υπό του Ιουστινιανού. Εις τα μεσαιωνικά κείμενα η Αδριανούπολις αναφέρεται και Ανδριανούπολις και Δρυϊνούπολος και Δρυνούπολις. Το ακριβές έτος της ιδρύσεως της Επισκοπής Αδριανουπόλεως δεν είναι γνωστόν, είναι όμως βέβαιον ότι ιδρύθη προ του 431, διότι το έτος τούτο λαμβάνει μέρος ο Επίσκοπος αυτής Ευτύχιος εις την Γ΄ εν Εφέσω (431) Οικουμενικήν Σύνοδον. Εν τω συνεκδήμω του Ιεροκλέους αναφέρεται μία των δώδεκα πόλεων, αίτινες απετέλουν την επαρχίαν της Παλαιάς Ηπείρου.
Η έδρα της Επισκοπής Αδριανουπόλεως, μετά την καταστροφήν της ομωνύμου πόλεως υπό των Γότθων του Τωτίλα, μετεφέρθη εις την τετειχισμένην κωμόπολιν Επισκοπής (558-1185), μετά την καταστροφήν και ταύτης υπό των σταυροφόρων εις Γαρδίκιον και την ιεράν μονήν Τσέπου ή Υψηλής Πέτρας (1185-1318 ή 1395), είτα δε δια πολιτικούς λόγους εις Αργυρόκαστον (1318-1924) και από του 1924 μέχρι σήμερον εις Δελβινάκιον της ελευθέρας Ηπείρου.
Η Επισκοπή Αδριανουπόλεως υπήγετο κατ’ αρχάς μεν εις την Μητρόπολιν Νικοπόλεως μέχρι της καταστροφής της ομωνύμου πόλεως υπό των Βουλγάρων, είτα δε εις την Μητρόπολιν Ναυπάκτου έως του 1020, ότε υπήχθη εις την Αριχεπισκοπήν Αχρίδος, από δε του 1285 μέχρι του Ιουλίου 1835 απετέλεσε μία των Επισκοπών της Μητροπόλεως Ιωαννίνων. Αναγράφεται δε αύτη Ζ΄ εις τα Τακτικά του Λέοντος του Σοφού, του Κ. Προφυρογεννήτου και του Ι. Τσιμισκή υπό τον Μητροπολίτην Ναυπάκτου και ΚΔ΄ εν τω δευτέρω διατάγματι του Βασιλείου του Βουλγαροκτόνου υπό την Αρχιεπισκοπήν Αρχίδος. Κατά τας αρχάς του Η΄ αιώνος και επί τη βάσει του Τακτικού του Παρισινού κώδικος 1555Α, η Επισκοπή Αδιανουπόλεως ήτο η πρώτη εκ των έξ Επισκοπών της Μητροπόλεως Νικοπόλεως της Παλαιάς Ηπείρου.
Μετά της Επισκοπής Δρυϊνουπόλεως ηνώθη, κατ’ αρχάς προσωρινώς (1813-1921), από δε του Ιουλίου 1832 οριστικώς, και η ηνωμένη Επισκοπή Χειμάρρας και Δελβίνου. Ούτως απετέλεσαν πλέον απετέλεσαν πλέον και αι τρεις μίαν Επισκοπήν υπό τον τίτλον Δρυϊνουπόλεως, Δελβίνου και Χειμάρρας, λαβούσαν τον αριθμόν 63 εις την σειράν των υπό τον Οικουμενικόν Θρόνον Μητροπολιτών. Ο κώδιξ του Δελβίνου αποδίδει την ένωσιν αυτήν των Επισκοπών εις την εύνοιαν του Μητροπολίτου Ιωαννίνων και του Αλή Πασά προς τον Επίσκοπον Δρυϊνουπόλεως Γαβριήλ τον Σίφνιον. Πιθανώς όμως οφείλεται εις τον οικονομικόν μαρασμόν της περιοχής Χειμάρρας και Δελβίνου, λόγω της βαθμιαίας αραιώσεως του χριστιανικού πληθυσμού εκ των αθρόων εξισλαμισμών, οίτινες είχον αρχίσει εκ των μέσων του ΙΖ΄ αιώνος. Την οικονομικήν εξαθλίωσιν της περιοχής Χειμάρρας αναφέρει σιγιλλιώδες γράμμα του Πατριάρχου Κων/πόλεως Διονυσίου τω 1664, ένθα αναφέρεται: «Η Επισκοπή Χειμάρρας, υποκειμένη τω θρόνω της Μητροπόλεως Ιωαννίνων, εις ατονίαν καθέστηκεν, ώστε ούτε τα προς ζωάρκειαν του Επισκόπου απαρτίζειν». Τα αυτά αναφέρει και ο Πατριαρχικός Τόμος της ενώσεως της Επισκοπής Χειμάρρας και Δελβίνου μετά της Επισκοπής Δρυϊνουπόλεως: «Η Επισκοπή (Χειμάρρας) απομεμακρυσμένη εξ Ιωαννίνων και καθ’ υπερβολήν διεφθαρμένη… αδύνατος τοις όλοις κατέστη προς διατροφήν και περίθαλψιν ιδίου Αρχιερέως». Εξ άλλου, ως παρατηρεί τις, εν διαφόροις εγγράφοις και σιγιλλίοις, και η Επισκοπή Δρυϊνουπόλεως υφίστατο από τας αρχάς του ΙΖ΄ αιώνος μέχρι των μέσων του ΙΗ΄ αιώνος οξείαν οικονομικήν κρίσιν, ήτις ηπείλει και αυτήν την ύπαρξίν της. Ένεκα τούτου πολλοί Επίσκοποι Δρυϊνουπόλεως παρητούντο, επειδή δεν ηδύναντο να ανταποκριθούν εις τα δυσβάστακτα χρέη της Επισκοπής των, δια τα οποία μάλιστα τινες ενεχειρίαζον και τα ιερά ακόμη άμφιά των, ως θα ίδωμεν κατωτέρω.
Τω 1835 η συνηνωμένη Επισκοπή Δρυϊνουπόλεως, Δελβίνου και Χειμάρρας προήχθη εις Μητρόπολιν του Οικουμενικού Θρόνου υπό τον τίτλον Δρυϊνουπόλεως, Δελβίνου και Χειμάρρας. Η Μητρόπολις αύτη έλαβεν τον αριθμόν 64 εν τω Πατριαρχικώ Συνταγματίω, του οικείου Μητροπολίτου φημιζομένου «υπερτίμου και εξάρχου πάσης Χαονίας».
Μέχρι της απελευθερώσεως της Ηπείρου εκ του Τουρκικού ζυγού (1912) η εκκλησιαστική ζωή της επαρχίας Δρυϊνουπόλεως ήτο ομαλή, διεταράχθη δε μετά την ανακήρυξιν της Αλβανίας (1913) υπό των μεγάλων δυνάμεων εις αυτόνομον κράτος, οπότε ολόκληρος ο νομός Αργυροκάστρου προσηρτήθη εις το νεοϊδρυθέν τούτο Αλβανικόν κρατίδιον. Εις την άδικον δε ταύτην απόφασιν των μεγάλων δυνάμεων ο ελληνικός πληθυσμός της Β. Ηπείρου απήντησε την 17 Φεβρουαρίου 1914 δια της ανακηρύξεως της αυτονομίας της Β. Ηπείρου, πρωτοστατούντων και των αειμνήστων τότε Μητροπολιτών Βελλάς και Κονίτσης Σπυρίδωνος και Δρυϊνουπόλεως Βασιλείου. Δυστυχώς το αυτονομιακόν τούτο καθεστώς ανετράπη κατ’ Οκτώβριον του 1916 και η Ιταλία ως προστάτις δύναμις της Αλβανίας, καταλαβούσα τότε τον νόμον Αργυροκάστρου και τμήματα των επαρχιών Βελλάς και Κονίτσης, ως και της Κορυτσάς μέχρι της Ερσέκας, απέπεμψε βιαίως τον κανονικόν επίσκοπον της επαρχίας Δρυϊνουπόλεως και Αργυροκάστρου Βασίλειον. Ο Μητροπολίτης ούτος εγκατεστάθη προσωρινώς εις Δελβινάκιον της ελευθέρας Ηπείρου και διηύθυνεν εκείθεν την υπόλοιπον δουλωθείσαν επαρχίαν του. Μετά την απομάκρυνσιν του Βασιλείου εισήχθη η ιταλική και αλβανική γλώσσα εις τα σχολεία της επαρχίας Αργυροκάστρου και η αλβανική εις την εκκλησίαν, κατεληστεύθησαν δε αι πλουσιώτεραι μοναί της ελληνικής ταύτης επαρχίας. Κατά τον Νοέμβριον του 1924 το Οικουμενικόν πατριαρχείον δια λόγους εκκλησιαστικούς και άλλους ίδρυσε την νέαν Μητρόπολιν Δρυϊνουπόλεως εν τη ελευθέρα Ηπείρω, περιλαμβάνουσαν την υποδιοίκησιν Πωγωνίου με έδραν το Δελβινάκιον. Η εν λόγω Μητρόπολις έφερε τον τίτλον «Δρυϊνουπόλεως και Πωγωνιανής», του οικείου Αρχιερέως αυτής φημιζομένου «υπερτίμου και εξάρχου Βορείου Ηπείρου».
Η εν Β. Ηπείρω Μητρόπολις Δρυϊνουπόλεως μετά την απομάκρυνσιν του Μητροπολίτου Βασιλείου διηυθύνετο υπό του εξ Ελβασανίου οικονόμου Αθανασίου, του μετονομασθέντος Αμβροσίου (1929), κατ’ αρχάς μεν ως αριχερατικού επιτρόπου (1916-1929), είτα δε ως Επισκόπου Αργυροκάστρου (1929-1936), αντικανονικώς εκλεγέντος.
Αδριανούπολις και Δρυϊνούπολις και Δρυνούπολις. Το ακριβές έτος της ιδρύσεως της Επισκοπής Αδριανουπόλεως δεν είναι γνωστόν, είναι όμως βέβαιον ότι ιδρύθη προ του 431, διότι το έτος τούτο λαμβάνει μέρος ο Επίσκοπος αυτής Ευτύχιος εις την Γ΄ εν Εφέσω (431) Οικουμενικήν σύνοδον. Εν τω Συνεκδήμω του Ιεροκλέους αναφέρεται μία των δώδεκα πόλεων, αίτινες απετέλουν την επαρχίαν της Παλαιάς Ηπείρου.
Η έδρα της Επισκοπής Αδριανουπόλεως, μετά την καταστροφήν της ομωνύμου πόλεως υπό των Γότθων του Τωτίλα, μετεφέρθη εις την τετειχισμένην κωμόπολιν Επισκοπής (558-1185), μετά την καταστροφήν και ταύτης υπό των σταυροφόρων εις Γαρδίκιον και την ιεράν μονήν Τσέπου ή Υψηλής Πέτρας 1185-1318 ή 1395), είτα δε δια πολιτικούς λόγους εις Αρυγρόκαστρον (1318-1924) και από του 1924 μέχρι σήμερον εις Δελβινάκιον της ελευθέρας Ηπείρου.
Η Επισκοπή Αδριανουπόλεως υπήγετο κατ’ αρχάς μεν εις την Μητρόπολιν Νικοπόλεως μέχρι της καταστροφής της ομωνύμου πόλεως υπό των Βουλγάρων, είτα δε εις την Μητρόπολιν Ναυπάκτου έως του 1020, ότε υπήχθη εις την Αρχιεπισκοπήν Αχρίδος, από δε του 1285 μέχρι του Ιουλίου 1835 απετέλεσε μία των Επισκοπών της Μητροπόλεως Ιωαννίνων. Αναγράφεται δε αύτη Α΄ εις τα Τακτικά του Λέοντος του Σοφού, του Κ. Πορφυρογέννητου και του Ι. Τσιμισκή υπό τον Μητροπολίτην Ναυπάκτου και ΚΔ΄ εν τω δευτέρω διατάγματι του Βασιλείου του Βουλγαροκτόνου υπό την Αρχιεπισκοπήν Αχρίδος. Κατά τας αρχάς του Η΄ αιώνος και επί τη βάσει του Τακτικού του Παρισινού κώδικος 1555Α, η Επισκοπή Αδριανουπόλεως ήτο η πρώτη εκ των έξ Επισκοπών της Μητροπόλεως Νικοπόλεως της Παλαιάς Ηπείρου.
Μετά την απομάκρυνσιν των Γερμανών εκ της Αλβανίας και την εκεί εγκαθίδρυσιν κομμουνιστικού καθεστώτος, η Αλβανική κυβέρνηση ανεγνώρισε τα διάφορα θρησκεύματα δια συνταγματικών πράξεων και νόμων. Ούτω το 1950 Επίσκοπος Αργυροκάστρου διωρίσθη ο εκ Βογραδετσίου Δαμιανός. Μετά την συμμαχίαν όμως της Αλβανίας μετά των Κινέζων και την διάρρηξιν των δεσμών αυτής μετά της Μόσχας (1961), η κομμουνιστική κυβέρνησις της Αλβανίας κατήργησε δια κυβερνητικών πράξεων όλα τα θρησκεύματα με την δικαιολογίαν, ότι ταύτα είναι συμπίλημα μύθων και αντιλαϊκών διδασκαλιών. Αποτέλεσμα υπήρξεν η δήμευσις της εν Αλβανία περιουσίας των μοναστηρίων και εκκλησιών, το κλείσιμον των ναών, ο αποσχηματισμός των ιερέων, η ανασκαφή των νεκροταφειών, η κατεδάφισις των κωδωνοστασίων, ο εμπρησμός των θρησκευτικών βιβλίων παντός δόγματος και η προσπάθεια εξαλβανισμού του ελληνικού πληθυσμού της Βορείου Ηπείρου.
Επίσκοποι Αδριανουπόλεως
(Σύντομοι βιογραφικαί σημειώσεις)
Οι συνταχθέντες κατάλογοι των Αρχιερέων, των ανελθόντων εις τον θρόνον Αδριανουπόλεως, της μετά ταύτα Δρυϊνουπόλεως, είναι πολύ ελλιπείς και πλήρεις χασμάτων και ανακριβειών μέχρι του 1753, μετά δε το έτος τούτο έχομεν εξηκριβωμένας πληροφορίας εκ των επισκοπικών κωδίκων Αργυροκάστρου και Δελβίνου. Ο κώδιξ Αργυροκάστρου συνεστήθη επί των ημερών του Επισκόπου Δρυϊνουπόλεως Δοσιθέου τω 1760 και εδημοσιεύθη υπό του Π. Πουλίτσα εν τοις Ηπειρωτικοίς χρονικοίς. Ο δε κώδιξ του ναού της πόλεως Δελβίνου ήρχισε να γράφηται τω 1635, αντεγράφη τω 1832 υπό του Κ. Μανάρα και εδημοσιεύθη υπό του Θ. Μπαμίχα εν τοις Ηπειρωτικοίς χρονικοίς. Αμφότεροι οι εν λόγω κώδικες είναι πολύτιμοι ιστορικαί πηγαί δια την πολιτικήν και εκκλησιαστικήν ιστορίαν της Ηπείρου, διότι εξ αυτών μανθάνομεν πολλά ιστορικά γεγονότα και πολλάς εκκλησιαστικάς ειδήσεις. Πολλά κενά του επισκοπικού καταλόγου Δρυϊνουπόλεως καλύπτει ο επισκοπικός κατάλογος του Ν. Μυστακίδου, ο ευρεθείς τω 1940 υπό του καθηγητού Ν. Βέη και δημοσιευθείς υπό του ιδίου εις την επετηρίδα του Μεσαιωνικού Αρχείου. Ούτος όμως λόγω των πολλών ανακριβειών του δεν ελήφθη υφ’ ημών υπ’ όψιν. Επίσκοποι γνωστοί της Επισκοπής Αδριανουπόλεως είναι οι επόμενοι:
1. Ευτύχιος ή Ευστόχιος, λαβών μέρος εις την Γ΄ (431) και Δ΄ (451) Οικουμενικήν Σύνοδον.
2. Υπάτιος, υπογράψας επιστολήν της τοπικής εν Ηπείρω Συνόδου προς τον Επίσκοπον Ρώμης Λέοντα Α΄.
3. Κωνσταντίνος, υπογράψας την προς τον Πάπαν Ορμίσδαν (541-523) αναφοράν της εν Ηπείρω τοπικής Συνόδου τω 523.
4. Κοσμάς, λαβών μέρος εις την Ζ΄ Οικουμενικήν Σύνοδον τω 754.
5. Μεθόδιος (1080-1099). Κατήγετο εκ Κολορτσής Δεροπόλεως και ήτο ανήρ σοφός, επιστήμων και μεγάλης οικογενείας. Επιτυχών παρά του αυτοκράτορος Αλεξίου του Κομνηνού την χορήγησιν οκτώ χιλιάδων φλωρίων ίδρυσε δι’ αυτών τον ναόν της Επισκοπής του επ’ ονόματι του Γενεθλίου της Θεοτόκου.
6. Μητροφάνης (1130). Κατήγετο εκ Δελβινακίου Ηπείρου.
7. Αθανάσιος (1181-1183). Ο Επίσκοπος ούτος επέτυχε παρά του αυτοκράτορος Ανδρονίκου την ανοικοδόμησιν του περικαλούς ναού της Υψηλής Πέτρας επ’ ονόματι του Αγίου Νικολάου. Επί των ημερών του ο αυτοκράτωρ Ανδρόνικος παρεχώρησεν εις τους εκάστοτε Αρχιερείς, οι οποίοι διέμενον εις την Υψηλήν Πέτραν, τα χωρία: «Ελευθεροχώρι, Κρόγκους, Πετσά, Μουζίνα, Δροβιαναί, Λεσινίετσαι, μετά των καλυβίων αυτών».
8. Θωμάς, αναφερόμενος υπό του Π. Αραβαντινού τω 1222 και υπό του Lequien τω 1229.
9. Συμεών (1510). Εξ επιγραφής εντός του επισκοπικού ναού του χωρίου Επισκοπής μανθάνομεν ότι δια πρωτοβουλίας και εξόδων του Επισκόπου τούτου εζωγραφίσθη το διάστυνον του εν λόγω ναού την 12 Σεπτεμβρίου 1510.
10. Ματθαίος, αναφερόμενος τω 1517.
11. Συμεών (1551), αναφερόμενος εις επιγραφήν του ναού του Αγίου Αθανασίου εν Πολυτσιάνη.
12. Μακάριος, αναφερόμενος υπό του Π. Αραβαντινού τω 1565 και υπό του Lequien τω 1564.
13. Νεκτάριος (1581). Ο Επίσκοπος ούτος παρητήθη οικειοθελώς της Επισκοπής του υπέρ του ευνοουμένου του Επισκόπου Γαβριήλ. Προς τον προκάτοχόν του Νεκτάριον ο Γαβριήλ παρεχώρησεν, κατ’ αξίωσιν του Πατριάρχου Ιερεμίου Β΄, προς ζωάρκειαν αυτού, τα χωρία Πολύτσιανη, Σιναπουλκία, Σαρακινίστα, Δελβινάκι και Σταυροκιάδι. Η παραχώρησις των εν λόγω χωρίων εις τον Νεκτάριον διήρκησε μέχρι του έτους 1604, οπότε προσηρτήθησαν πάλιν εις την Επισκοπήν.
14. Γαβριήλ. Αναφέρεται αχρονολόγητος. Υποπεσών εις βαρέα και ασυμβίβαστα προς το επισκοπικόν του αξίωμα παραπτώματα καθηρέθη υπό του Πατριάρχου Ιερεμίου Β΄ (1572-1584).
15. Ιάκωβος. Αναφέρεται αχρονολόγητος. Εχειροτονήθη επί της δευτέρας Πατριαρχείας του Ιερεμίου Β΄ (1580-1584).
16. Νεόφυτος (1595-1610). Η αρχιερατεία του υπήρξε θυελλώδης. Πολλάκις εταλαιπωρήθη δια συκοφαντικών καταγγελιών των επαρχιωτών του προς το Πατριαρχείον. Υπήρξεν αδελφός του ανωτέρω καθαιρεθέντος Επισκόπου Γαβριήλ.
17. Ματθαίος (1611-1614). Ήτο Ηπειρώτης. Αναφέρεται ότι τω 1611 επετρόπευσε τον ασθενούντα Μητροπολίτην Ιωαννίνων Μανασσή. Υπήρξεν είς εκ των πρωτεργατών της ατυχούς επαναστάσεως του Διονυσίου του Σκυλοσόφου, δια τούτο και κατεκρίθη υπό του Μαξίμου του Πελοποννησίου δια μιας επιτιμητικής αυτού επιστολής. Ο Ματθαίος υπήρξεν εξέχουσα εκκλησιαστική και εθνική φυσιογνωμία και πρόδρομος της Αναστάσεως του Γένους εκ της Τουρκικής τυραννίας.
18. Ματθαίος (1617. Αναφέρεται εις επιγραφήν του ναού των Αγίων μαρτύρων Μηνά, Βίκτωρος και Βικεντίου του χωρίου Τρανουσίστας.
19. Συμεών (1619). Υπήρξε μεμορφωμένος και διαπρεπής ιεράρχης. Εξ επιγραφής μανθάνομεν ότι δι’ εξόδων του ιδρύθη ο ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου εις την Κάτω Επισκοπήν.
20. Κάλλιστος (1620-1636). Αναφέρεται τον Φεβρουάριον του 1606 ως πρώην Δρυϊνουπόλεως. Παρητήθη της Επισκοπής του, διότι δεν ηδύνατο να ανταποκριθή εις τα δυσβάστακτα χρέη ταύτης, δια τα οποία ευρέθη εις την ανάγκην να ενεχυριάση το ωμοφόριον και τον αρχιερατικόν μανδύαν. Επανήλθεν εις τον επισκοπικόν του θρόνον, διότι αναφέρεται τα έτη 1620, 1633 και 1634-1636. Φαίνεται ότι κατήγετο από την Πετσάν, διότι εφησύχαζεν εκεί κατά τας τελευταίας ημέρας της ζωής του. Επί των ημερών του ελειτούργησε το πρώτον Ελληνικόν σχολείον εν Αργυροκάστρω.
21. Γαβριήλ (1637-1647). Αναφέρεται τα έτη 1637-1639 και τω 1643.
22. Σεραφείμ (1662). Αναφέρεται εις επιγραφήν της μονής Κάμενας.
23. Καλλίνικος (1667-1672). Κατήγετο εκ του χωρίου Λουψάτες του Δελβίνου. Εχρημάτισεν επί μακρόν Μητροπολίτης Ιωαννίνων, η δε αρχιερατεία του υπήρξε τρικυμιώδης. Εκ των περισωθέντων εγγράφων φαίνεται ότι ήτο ιεράρχης δραστήριος και άξιος λόγου. Τω 1666, καταγγελθείς εκ δευτέρου εις τα Πατριαρχεία «δια παρανομίας, αδικίας και επιβουλάς παντοειδείς», καθηρέθη, λόγω όμως των υπέρ της ορθοδοξίας αγώνων του δεν μετέπεσεν εις την τάξιν των μοναχών, αλλά διωρίσθη τω 1667 πρόεδρος της χηρευσάσης Επισκοπής Δρυϊνουπόλεως, την οποίαν διηύθυνεν ευδοκίμως μέχρι του 1672. Απέθανε και ετάφη εν Αργυροκάστρω τη 14 Μαΐου 1678.
24. Σοφιανός (1672-1770). Δεν αναφέρεται εις τους παλαιούς συνταχθέντας επισκοπικούς καταλόγους. Περί της καταγωγής, της αναρρήσεως εν τω επισκοπικώ θρόνω και της παραιτήσεως αυτού ουδέν γνωρίζομεν. Είναι γνωστόν ότι ίδρυσε τω 1672 σχολήν εις την εν Πολυτσιάνη μονήν του Αγίου Αθανασίου. Συνέβαλε μεγάλως εις την αναχαίτησιν του εξισλαμισμού της επαρχίας του. Ηργάσθη κατ’ αρχάς παρασκηνιακώς προς τον σκοπόν αυτόν, ότε δε οι αρνησίθρησκοι εγένοντο επικινδύνως απειλητικοί, εγκατέλειψε την Επισκοπήν του και κατέφυγεν εις την εν Πολυτσιάνη μονήν του Αγίου Αθανασίου, ίνα κατά τον γεωγράφον A. Philippson «διδάξη τους περιοίκους και ενισχύση αυτούς εις την εγκαρτέρησιν και την αποτροπήν του κινδύνου της εξωμοσίας». Ο δε Σπ. Αραβαντινός εξαίρων την εν γένει δράσιν του Σοφιανού γράφει: «Ο σεβάσμιος ούτος ανήρ τα μέγιστα συνετέλεσεν εις την αναχαίτησιν του χειμάρρου της εξωμόσεως του απειλούντος να κατακλύση ολόκληρον Ήπειρον». Ο λαός τονανεκήρυξεν Άγιον και η μνήμη του εορτάζεται τη 26 Νοεμβρίου. Απέθανε και ετάφη εις τον εν Πολυτσιάνη ναόν του Αγίου Αθανασίου, ένθα φυλάσσονται τα ιερά λείψανα αυτού εις αργυράν λειψανοθήκην, κατασκαυασθείσαν υπό του ηγουμένου της μονής του Αγίου Αθανασίου ιερομονάχου Χρυσάνθου εκ Σάμου.
Ο επίσκοπος Σοφιανός υπήρξε τω όντι μεγάλη εθνική φυσιογνωμία και πρόδρομος του 1821, διότι εις κρισίμους δια το Έθνος στιγμάς ύψωσε μέγαν αναχαιτιστικόν φραγμόν εις την βάρβαρον και αλλόθρησκον επιβουλήν προς εξισλάμισιν της περιοχής του και ανέτρεψεν ούτω τα σκοτεινά σχέδια της φυλετικής εξαφανίσεως του Χριστιανισμού εις την ελληνικήν γωνίαν της ακραίας περιοχής.
25. Ραφαήλ (1720). Κατήγετο εκ Βίτσης Ζαγορίου. Αναφέρεται τω 1720 και τω 1723. Αφιέρωσεν εις την μονήν του προφήτου Ηλιού της πατρίδος του την σωζομένην χείρα του Αγίου Σώζοντος και αγρόν τινα, λεγόμενον του «Επισκόπου». Απέθανε και ετάφη εις την εν λόγω μονήν.
26. Στέφανος (1729). Αναφέρεται το έτος 1729, ότε μετέβη ως Πατριαρχικός Έξαρχος εις Ιωάννινα, ίνα λύση την διαφοράν μεταξύ του Μητροπολίτου Ιεροθέου και των προυχόντων των Ιωαννίνων.
27. Νικόδημος (1732). Αναφέρεται ως διάδοχος του Στεφάνου.
28. Μανουήλ (1750). Τον Επίσκοπον τούτον εσφαλμένως ο Π. Αραβαντινός τοποθετεί τω 1758, ως προκάτοχον του Δοσιθέου, διότι είναι επισήμως μεμαρτυρημένον ότι ο Δοσίθεος διεδέχθη τον Μητροφάνην (1753-1760) και κατά συνέπειαν ο Μανουήλ διετέλεσεν Επίσκοπος προ του 1753.
29. Μητροφάνης (1753-1760). Επί των ημερών του ανηγέρθη εν Αργυροκάστω μεγαλοπρεπές σχολικόν κτίριον. Είχε μεγάλην μόρφωσιν και ετιτλοφορείτο «μουσικολογιώτατος», διότι ήτο άριστος μουσικός και πιθανώς είχε συγγράψει και μουσικά βιβλία. Παρητήθη τω 1760.
30. Δοσίθεος (1760-1790). Κατήγετο εκ Μετσόβου. Υπηρέτησε το πρώτον ως αρχιδιάκονος της Μητροπόλεως Ιωαννίνων και τω 1759 ως επίτροπος της Πατριαρχικής Εξαρχίας Μετσόβου. Τω 1760 εγένετο Επίσκοπος Δρυϊνουπόλεως και Αργυροκάστρου. Ανέπτυξεν αξιόλογον θρησκευτικήν και κοινωνικήν δράσιν. Ούτως ανεκαίνισε το επισκοπικόν μέγαρον της Επισκοπής του, ίδρυσεν εβδομήκοντα εκκλησίας, εκτός εκείνων, αίτινες ανιστορήθησαν και εξωραΐσθησαν. Προσέτι ωργάνωσε την πρότερον τελείως εξηρθρωμένην Επισκοπήν του και συνέταξε τον επισκοπικόν κώδικα Αργυροκάστου, όστις αποτελεί σημαντικόν ιστορικόν μνημείον δια την εκκλησιαστικήν ιστορίαν της Ηπείρου. Απέθανε τω 1810. Επί τεσσαράκοντα έτη εποίμανε θεαρέστως την επαρχίαν του, χαρακτηρίζεται δε «ως ανήρ τίμιος, θεοσεβής και ευλαβής, νουνεχής τε και πράος». Τοσούτον δε ενάρετος και αγαθός υπήρξεν, ώστε εφείλκυσε, κατά τον Π. Αραβαντινόν, και την αγάπην όλων σχεδόν των Οθωμανών του Αργυροκάστρου, των θηριοδεστέρων της εποχής εκείνης χριστιανομάχων.
31. Γαβριήλ ο Σίφνιος (1799-1813, 1821-1827). Κατήγετο εκ της νήσου Σίφνου των Κυκλάδων. Διεδέχθη τον Δοσίθεον και αναφέρεται το πρώτον τω 1799. Ως ευνοούμενος του Μητροπολίτου Ιωαννίνων Ιεροθέου και του Αλή Πασά επέτυχε την ένωσιν της Επισκοπής του μετά της φυτοζωούσης τότε Επισκοπής Χειμάρρας και Δελβίνου. Εν τω επισκοπικώ κώδικι του Δελβίνου χαρακτηρίζεται: «άνθρωπος με πολλήν μικρήν παιδείαν, οξύς το λέγειν, ράθυμος, πολύφαγος, οργίλος και εραστής του οίνου και πολυέξοδος». Τελευταίως ο Γαβριήλ έπεσεν εις την δυσμένειαν του Αλή Πασά και απεμακρύνθη της Επισκοπικής του έδρας ως ύποπτος. Την 23 Μαΐου 1820 παρευρέθη κατόπιν προσκλήσεως του Αλή Πασά εις Διβάνιον (=συμβούλιον) εν Ιωαννίνοις, ένθα ο Αλής εξεφράσθη κολακευτικώς περί αυτού. Απέθανε πιθανώς εν Αργυροκάστρω τον Δεκέμβριον του 1827.
Επίσκοποι συνηνωμένης επισκοπής Δρυϊνουπόλεως, Δελβίνου και Χειμάρρας
1. Γαβριήλ ο Σίφνιος, περί ού εγένετο λόγος ανωτέρω.
2. Ιωακείμ ο Χίος (1832-1835). Εγεννήθη εν Καλιμασσά της Χίου. Κατά κόσμον ελέγετο Ιωάννης Κοκκώδης. Υπηρέτησε κατ’ αρχάς ως πτωχός ιεροδιάκονος εν τη Μητροπόλει Ιωαννίνων. Συνεπλήρωσε τας σπουδάς του πλησίον των επιφανών διδασκάλων του Γένους Αλ. Ψαλίδα και Γ. Αισώπου ή Κρανά εκ Γραμμένου της Ηπείρου. Τω 1828 εγένετο Επίσκοπςο Δρυϊνουπόλεως, τω 1835 Μητροπολίτης Ιωαννίνων, τω 1845 Μητροπολίτης Κυζίκου και κατά τα έτη 1860-1863 και 1873-1878 Πατριάρχης Κων/πόλεως. Ως Επίσκοπος Δρυϊνουπόλεως ενδιεφέρθη δια τα σχολεία της Επισκοπής του. Ότε η Τουρκική κυβέρνησις έθεσεν εις εφαρμογήν διοικητικάς μεταρρυθμίσεις ευνοϊκάς δια τους «ραγιάδες» χριστιανούς, αλλά δυσμενείς δια τους φεουδάρχας Τούρκους, ο Ιωακείμ ετάχθη με το μέρος της Τουρκικής κυβερνήσεως. Τη προστασία του Ιωακείμ εσπούδασεν ο Βασίλειος Παπαχρήστου, ο μετέπειτα περιώνυμος Μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως. Ήλθεν ο Ιωακείμ εις ένοπλον δράσιν κατά των τοπαρχών και των Λιάπηδων, οίτινες κατεπίεζον τους Χριστιανούς. Ο κώδιξ του Δελβίνου εκφράζεται δυσμενώς περί αυτού και δη ότι ήτο «μέγας φίλος του χρυσού». Εν τούτοις ο Ιωακείμ υπήρξε διαπρεπής ιεράρχης με πλουσίαν θρησκευτικήν και εθνικήν δράσιν.
Μητροπολίται Δρυϊνουπόλεως
1. Παΐσιος ο Βυζάντιος (Ιουλ. 1835-Νοεμβρ. 1835). Κατήγετο πιθανώς εκ Βυζαντίου. Εχειροτονήθη πρώτος Μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως τον Ιούλιον του 1835 εν τω Πατριαρχικώ ναώ του Φαναρίου και απέθανεν εν Ιωαννίνοις, πιθανώς εκ συγκοπής καρδίας, τη 16 Σεπτεμβρίου 1835, πριν ακόμη εγκατασταθή εις την έδραν του.
2. Νεόφυτος Κεκέζης (1835-1841). Κατήγετο εξ Αργυροκάστρου. Εξελέγη Μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως τον Νοέμβριον του 1835 και εγκατεστάθη εν Αργυροκάστρω το Μέγα Σάββατον του 1836. η πρώτη του πράξις ήτο να ανοίξη τα σχολεία του Αργυροκάστρου και του Δελβίνου, εν συνεχεία δε προέβη εις αγαθοεργά και κοινωφελή έργα. Υπήρξεν ενθουσιώδης και φιλοπρόοδος Μητροπολίτης. Τω 1841 απεμακρύνθη εκ της Μητροπόλεως, διότι δεν υπέκυψεν εις τους ιδιοτελείς σκοπούς των προυχόντων του Αργυροκάστρου, αναφέρων χαρακτηριστικώς περί αυτών εις ειρωνικόν επίγραμμα, το οποίον ο ίδιος έγραψεν εν τω παραθύρω της Μητροπόλεως κατά την αναχώρησίν του: «Αρυγρόκαστρον γη άνυδρος και ξηρά και χαλκείον πάσης κακίας και μηχανορραφίας». Βραδύτερον εγένετο Μητροπολίτης Κορυτσάς (1845). Επί των ημερών του ανεκαινίσθη το μητροπολιτικόν μέγαρον και με την αξίωσίν του ανηγέρθη μεγαλοπρεπές διδακτήριον εν Κορυτσά. Προσέτι δια των αιματηρών οικονομιών του επροίκισε τα σχολεία του Αργυροκάστρου, δια του σημαντικού δια την εποχήν εκείνην ποσού των δέκα πέντε χιλιάδων γροσίων. Απέθανεν εν Κορυτσά τω 1874.
3. Νικόδημος Άκρης (1841-1845). Πρώην Τυρουλλώης. Κατήγετο εκ Κριθίας της Θρακικής Χερσονήσου. Ακολουθών και αυτός τα ίχνη του προκατόχου του Νεοφύτου εσυνέχισε το εκπαιδευτικόν του πρόγραμμα μετά του αυτού ζήλου. Ο κώδιξ του Δελβίνου εκφράζεται επαινετικώς περί τούτου. Μη δυνηθείς να εκπληρώση τας οικονομικάς υποχρεώσεις προς το Πατριαρχείον εκηρύχθη έκπτωτος και εξωρίσθη εις Άγιον Όρος, ένθα φαίνεται ότι και απέθανε.
4. Παντελεήμων (1848-1967), πρώην Κλαυδιουπόλεως. Κατήγετο εκ Κριθίας της Θρακικής Χερσονήσου. Ενθουσιώδης τύπος και ορμητικός επαναστάτης συμμετέσχε σκανδαλωδώς εις μυστικάς επαναστατικάς οργανώσεις. Εξ αιτίας του εξέσπασε η εγκυμονούσα τότε επανάστασις του 1854, η οποία ως άκαιρος απέτυχε. Κατηγορηθείς και καταγγελθείς υπό του Μουφτή Αργυροκάστρου ως υποθάλπων ληστάς ηθωώθη παρά του Πατριαρχείου τω 1858. Βραδύτερον ήλθεν εις προστριβάς και έριδας μετά της δημογεροντίας του Αργυροκάστρου δια πολλά υπ’ αυτού πραχθέντα σφάλματα, ήτοι «παρανομίας διαφόρους, ιεροσυλίας τρομεράς, αρπαγάς και αδικίας πλείστας όσας, βιαιοπραγίας…». Μεταμεληθείς δια τα αμαρτήματά του ταύτα απεφάσισε να μονάση εις Άγιον Όρος, αλλ’ ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης, προς όν εξέθεσε τα γεγονότα λεπτομερώς, απέστειλεν αυτόν υπό συνοδείαν κληρικών εις το Πατριαρχείον Κων/πόλεως, ένθα και ετέθη υπό εκκλησιαστικήν επιτήρησιν. Την 16 Δεκεμβρίου 1867 ηθωώθη υπό της Ιεράς Συνόδου του Πατριαρχείου «κατά το πνευματικόν μέρος». Ο κώδιξ του Δελβίνου ομιλεί επαινετικώς περί τούτου, ότι ήτο «πεπαιδευμένος εις τα εκκλησιαστικά, μέγας εραστής της τεταγμένης εκκλησιαστικής ακολουθίας, φιλόμουσος και φίλος των φώτων». Ο Παντελεήμων διήλθε τας τελευταίας ημέρας της ζωής του εις το Άγιον Όρος, ένθα και απέθανε.
5. Ματθαίος Πετρίδης (1867-1876). Διαπρεπής ιεράρχης εκ Βρυούλων Σμύρνης. Εξελέγη Μητροπολίτης την 15 Σεπτεμβρίου 1867 και την 17 του ιδίου μηνός εχειροτονήθη. Ο κώδιξ του Δελβίνου αναφέρει δια την Ματθαίον ότι ήτο άνθρωπος λογικός, ρέκτης, φιλόμουσος και μεγαλεπήβολος. Επί των ημερών του ιδρύθη εν Αργυροκάστρω το πρώτον παρθεναγωγείον και επερατώθη ο νυν ναός του Δελβίνου, τον οποίον τω 1795 είχον κατεδαφίσει οι μπέηδες. Ωργάνωσε τα σχολεία εις βαθμόν επίζηλον. Έδιδε δέκα λίρας το έτος εξ ιδίων προς συντήρησιν κοινοτικού ιατρού. Υπήρξεν ιεράρχης ακάματος και αεικίνητος, δίδων πάντοτε το παρόν, όπου τα υψηλά καθήκοντα εκάλουν αυτόν. Μετετέθη εις την Μητρόπολιν Πελαγωνείας και είτα εις την Μητρόπολιν Αδριανουπόλεως Θράκης.
6. Άνθιμος Γκέτζης (1876-1880), πρώην Δερβών. Κατήγετο εκ Βερατίου. Επί των ημερών του εξέσπασεν η άτυχος επανάστσις του Λυκουρσίου (1878), ήτις επεσώρευσεν εις τους χριστιανούς πολλάς συμφοράς. Ο Άνθιμος κατά την επανάστασιν ευρέθη πλησίον του χειμαζομένου ποιμνίου του. Κατώρθωσε να παύση την περαιτέρω αιματοχυσίαν, τας βιαιοπραγίας και λεηλασίας και εβοήθησε να εξέλθη ο τόπος από την σκληράν εκείνην περιπέτειαν με όσον το δυνατόν ολιγωτέρας θυσίας, δια γενικής προς όλους τους επαναστάσας αμνηστίας. Βραδύτερον ήλθεν αντιμέτωπος προς τον πανίσχυρον Αλβανικόν Σύνδεσμον, όστις ήθελε να εισαγάγη την διδασκαλίαν της Αλβανικής γλώσσης εις τα Ελληνικά σχολεία. Υπέστη αρκετάς ταλαιπωρίας εκ της περιπετείας αυτής. Τω 1880 παρητήθη οικειοθελώς.
7. Κλήμης (1880-1888), πρώην Σταγών. Κατήγετο εξ Ελβασανίου.
Υπήρξε λόγιος ιεράρχης. Έγραψε περισπουδάστους εκκλησαστικούς λόγους, τους οποίους βραδύτερον διεσκεύασε και εδημοσίευσεν ο Δρυϊνουπόλεως Βασίλειος Παπαχρήστου. Ελθών εις ρήξιν μετά των προυχόντων της επαρχίας του μετετέθη τη ενεργεία αυτών εις την Μητρόπολιν Γρεβενών.
8. Κοσμάς Ευμορφόπουλος (1886-1892), εκ Μαδύτου. Εγένετο από Μ. πρωτοσύγκελος Μητροπολίτης εις ηλικίαν 28 ετών. Υπήρξεν ιεράρχης πείσμων, αυταρχικός και διοικητικώς ανεπαρκής ως προς την εκτέλεσιν των ποιμαντικών του καθηκόντων. Εξ αιτίας αυτού έκλεισαν τα Ζωγράφεια διδασκαλεία, τα οποία ήσαν ο πνευματικός φάρος όλης της Ηπείρου. Ήλθε πολλάκις αδικαιολογήτως εις προστριβάς δι’ ασημάντους αιτίας προς τας Τουρκικάς αρχάς. Κατήργησεν εκ πείσματος την δημογεροντίαν της επαρχίας του. Δια τας πράξεις του ταύτας, υπέστη πολλούς διωγμούς και πολλάς ταπεινώσεις. Οι αντίπαλοί του τέλος επέτυχον την μετάθεσιν αυτού εις την Μητρόπολιν Βερροίας, εκείθεν δε μετετέθη εις την Μητρόπολιν Πρεβέζης, ένθα και απέθανε τη 14 Σεπτεμβρίου 1901.
9. Κωνστάντιος (1892-1894), πρώην Σερβίων και Κοζάνης. Ήτοι ιεράρχης πεπαιδευμένος, σώφρων και ενάρετος. Κατώρθωσε να καθησυχάση τα πνεύματα και να επαναφέρη εν τη επαρχία του τάξιν και ομόνοιαν. Επανήλθεν ως Μητροπολίτης εις την πατρίδα του Κοζάνην, ένθα και απέθανε.
10. Γρηγόριος (1894-1899), πρώην Σερβίων και Κοζάνης. Το κοσμικόν του όνομα ήτο Ιωάννης Προδρόμου.κατήγετο εκ Πλωμαρίου της Μυτιλήνης. Εγεννήθη τω 1841. Εσπούδασεν εν τη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Διετέλεσεν ιεροκήρυξ και αρχιδιάκονος του Μητροπολίτου Αδριανουπόλεως. Υπηρέτησεν επί οκταετίαν ως διδάσκαλος και ιεροδιάκονος εν τω Γαλατσίω της Ρουμανίας. Εχρημάτισε Μητροπολίτης Τραπεζούντος, Ρόδου και κατ’ Ιούλιον του 1894 εγένετο Μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως. Ήτο εκκλησιαστικός ρήτωρ αμίμητος. Κατά Μάϊον του 1899 δι’ ασήμαντον αφορμήν επαύθη και εστάλη βιαίως εις εξορίαν.
11. Λουκάς Τρικώλης ή Πετρίδης (1899-1909), πρώην Αίνου. Κατήγετο εκ Μαδύτου της Ανατολικής Θράκης. Άνθρωπος φιλήσυχος, περιώρισε την δράσιν του εις τα καθαρώς υπηρεσιακά του καθήκοντα. Το πρώτον εξελέγη Μητροπολίτης Σερρών τω 1886, ως Μητροπολίτης δε Δρυϊνουπόλεως έφερε τον τίτλον «υπέρτιμος». Επί της εποχής του υπέφερον πολλά οι Χριστιανοί της επαρχίας του εκ μέρους των Μουσουλμάνων Αλβανών. Την 27 Αυγούστου 1909 μετετέθη εις την Μητρόπολιν Βερροίας και Ναούσης.
12. Βασίλειος Παπαχρήστου (1909-1924), πρώην Βελεγράδων. Εγεννήθη εις Άνω Λάμποβον τω 1858. Εμαθήτευσεν εν Κων/πόλει και απεφοίτησε της Θεολογικής Σχολής Χάλκης τω 1882, αφού υπέβαλεν εν αυτή εναίσιμον διτριβήν, δι’ ης ανεκηρύχθη διδάκτωρ. Εχρημάτισε καθηγητής των εν Κεστορατίω Ζωγραφείων Διδασκαλείων της Ηπείρου παρά τω Αργυροκάστρω, προσέτι δε καθηγητής και ιεροκήρυξ εν Αργυροκάστρω, εν Σέρραις, εν Αδριανουπόλει της Θράκης και εν Κων/λει. Τω 1893 ανεδείχθη τιτουλάριος Επίσκοπος Δαφνουσίας και εστάλη εις Σιδηρόκαστρον και τω 1894 εις Μελένικον της Μακεδονίας. Τω 1894 προήχθη εις την Μητρόπολιν Λιτίτσης και κατά τα έτη 1895-1896 διετέλεσε τοποτηρητής της Μ. Πρωτοσυγγελλίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Ακολούθως μετετέθη εις την Μητρόπολιν Παραμυθίας (1897-1900), είτα εις την Μητρόπολιν Βελεγράδων (1900-1909) και τέλος εις την Μητρόπολιν Δρυϊνουπόλεως, Δελβίνου και Χειμάρρας (1909). Την 22 Σεπτεμβρίου 1916 απηλάθη βία υπό των Ιταλικών αρχών, ως επικίνδυνος δια την δημοσίαν ασφάλειαν, οπότε μετέφερε την έδραν του εις Δελβινάκιον της ελευθέρας Ηπείρου. Έγραψε πολλά ηρωελεγεία. Απέθανε εν Αθήναις τη 26 Φεβρουαρίου 1936 και ετάφη εν Δελβινακίω.
Ο Βασίλειος χαρακτηρίζεται ιεράρχης λόγιος, αγαθός, ηθικός, μειλίχιος, φιλάνθρωπος και προσιτός εις όλους. Ηγωνίσθη σθεναρώς δια τα δίκαια της Β. Ηπείρου και διετέλεσεν υπουργός κυβερνήσεως της Αυτονόμου Β. Ηπείρου. Ο Βασίλειος εις την ιστορίαν του Βορειοηπειρωτικού αγώνος θα κατέχη πάντοτε μίαν από τας πρώτας θέσεις των γενναίων προμάχων της Ελευθερίας. Με τον Βασίλειον τερματίζεται η ιστορία της Μητροπόλεως Δρυϊνουπόλεως, έκτοτε δε ακολουθεί νέα σελίς με το αυτό μεν όνομα, αλλά με κέντρον ουχί πλέον την Δρυϊνούπολιν της Β. Ηπείρου, αλλά το Δελβινάκιον της ελευθέρας Ηπείρου.