Σάββατο 24 Ιανουαρίου 2009

ΤΟ ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΟΝ ΤΗΣ ΕΝ ΑΛΒΑΝΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ












Μετά την ανακήρυξιν της Αλβανίας σε αυτόνομον κράτος (1913) εγεννήθη η ιδέα του εξαλβανισμού της εν Αλβανία Ορθοδόξου Εκκλησίας και της αποσπάσεως αυτής εκ του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Η ιδέα αύτη μετά φανατισμού εκαλλιεργήθη υπό του εν Αμερική Αλβανικού Συνδέσμου «Β.Α.Τ.Ρ.Α.», εξεδηλώθη δε δια της μεταφράσεως εις την Αλβανικήν γλώσσαν του κειμένου της θείας λατρεάις και άλλων εκκλησιαστικών βιβλίων. Η Ορθόδοξος εν Αλβανία Εκκλησία εδικαιούτο ασφαλώς να καταστή Αυτοκέφαλος και η χρήσις της Αλβανικής γλώσσης εν τοις ιεροίς ναοίς επεβάλλετο, όπως συνέβη και εις άλλα ορθόδοξα κράτη, αλλ’ αι μεταβολαί αύται έπρεπε να γίνουν κανονικώς και ουχί δια βιαίων μέσων, τα οποία ετρέφοντο αμέσως μεν κατά του Πατριαρχείου και των Ελλήλων εν Αλβανία, εμμέσως δε και κατά της Ελληνικής κυβερνήσεως.





1. Πραξικοπηματική ανακήρυξις του Αυτοκεφάλου της εν Αλβανία Εκκλησίας
Το 1921 κατέπλευσεν εξ Αμερικής εις Αλβανίαν ο εκ Θράκης καταγόμενος επίσκοπος Φάν Νόλι, αλβανόφων ελληνοδιδάσκαλος. Υποκινούμενος ούτος υπό της Αλβανικής κυβερνήσεως και της Ιταλίας, υποστηριζόμενος δε υπό των χριστιανών Αλβανιστών και κυρίως των εν Αμερική αλβανικών οργανώσεων, επεδόθη μετά ζήλου εις το έργον του εξαλβανισμού της εν Αλβανία Εκκλησίας και την υποταγήν ταύτης εις τον Ουνιτισμόν και δι’ αυτού εις την Παπικήν Εκκησίαν. Προικισμένος ο Φάν Νόλι με σπάνια πνευματικά προσόντα και τελείως κάτοχος της Αλβανικής γλώσσης προέβη εις την μετάφρασιν εκ της ελληνικής εις την αλβανικήν γλώσσης προέβη εις την μετάφρασιν εκ της ελληνικής εις την αλβανικήν πολλών εκκλησιαστικών ύμνων και ακολουθιών. Επί τετράμηνον μάλιστα διετέλεσε και Πρωθυπουργός της Αλβανίας. Τη υποδείξει τούτου την 12 Σεπτεμβρίου 1922 συνήλθεν εις Βεράτιον συνέδριον των ορθοδόξων της Αλβανίας εξ ιερέων κατωτάτης μορφώσεως και λαϊκών και εν αγνοία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, εις την πνευματικήν και κανονικήν δικαιοδοσίαν του οποίου υπήγοντο αι τέσσαρες ορθόδοξοι επαρχίαι της Αλβανίας, η του Δυρραχίου, η της Κορυτσάς, η του Βερατίου (Βελεγράδων) και η της Δρυϊνουπόλεως (Αργυροκάστρου). Το συνέδριον τούτο εκήρυξε την Αλβανικήν Ορθόδοξον Εκκλησίαν Αυτοκέφαλον, ελλείψει δε Επισκόπων προς συγκρότησιν Συνόδου διώρισεν εκκλησιαστικόν συμβούλιον, επί κεφαλής του οποίου ευρίσκετο ο Βασίλειος Μάρκου, έγγαμος κληρικός εκ Κορυτσάς, αμόρφωτος, αλλά πονηρός και ενεργητικός, χρηματίσας επί έτη ιερεύς αλβανικής τινος κοινότητος εν Αμερκή, ένθα απέκτησε προοδευτικάς τινας ιδέας.
Μετά την δημοσίευσιν υπό του συμβουλίου τούτου των κανόνων των διεπόντων την διοίκησιν της νέας εν Αλβανία Αυτοκεφάλου Εκκλησίας ο Φάν Νόλι ήρχισε διαπραγματεύσεις με δύο ορθοδόξους Αλβανικής καταγωγής Επισκόπους του Πατριαρχείου, τον Επίσκοπον Συννάδων Χριστοφόρον και τον Μιλητουπόλεως Ιερόθεον, τους οποίους και παρέπεισε με σεβαστά χρηματικά ποσά να έλθουν εις Αλβανίαν. Οι Επίσκοποι ούτοι ήσαν οι μόνοι οι οποίοι ανεγνώρισαν σιωπηρώς το αυτοκέφαλον της εν Αλβανία Εκκλησίας, το οποίον εκήρυξεν ο Φάν Νόλι, και εδέχθησαν να προσφέρουν τας υπηρεσίας των.
Από του 1924 το Οικουμενικόν Πτριαρχείον διαρρήξαν πάντα δεσμόν μετά της εν Αλβανία Ορθοδόξου Εκκησίας, έπαυσε να αποστέλλη ιεράρχας εις αυτήν και ηρνείτο να αναγνωρίση τους αυτοχειροτονηθέντας Επισκόπους.
Ο Φάν Νόλι μη δυνηθείς να συγκροτήση Σύνοδον, ηναγκάσθη να ζητήση δι’ αντιπροσωπείας υπό τον Βασίλειον Μάρκου από τον Οικουμενικόν Πατριάρχην, όπως εκδώση Τόμον, αναγνωρίζοντα την ανεξαρτησίαν της Αλβανικής Εκκλησίας. Κατά τα έτη 1926 και 1927 ήλθεν εις Αλβανίαν ως αντιπρόσωπος του Οικουμενικού Πατριαρχείου προς έναρξιν διαπραγματεύσεων μετά της Αλβανικής κυβερνήσεως σχετικώς με τους όρους, υπό τους οποίους θα εξεδίδετο ο Πατριαρχικός Τόμος, ο εν Αθήναις Πατριαρχικός Μητροπολίτης Τραπεζούντος Χρύσανθος, ο μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος. Αι διαπραγματεύσεις αύται κατέληξαν εις συμφωνίαν, την οποίαν όμως ηθέτησαν οι Αλβανοί.
Κατά τας αρχάς του 1928 η Αλβανική κυβέρνησις ήρχισε να πιέζη τους Αλβανούς Επισκόπους να προβούν εις την συμπλήρωσιν των εναπομενουσών κενών επισκοπικών εδρών και την συγκρότησιν της Ιεράς Συνόδου. Τω 1929 συνήλθεν έτερον εκκλησιαστικόν συνέδριον εν Κορυτσά, το οποίον προέβη αντικανονικώς εις την πλήρωσιν των χηρευουσών εν Αλβανία Επισκοπών δια του εξ Ελβασανίου Οικονόμου Αθανασίου ως Επισκόπου Αργυροκάστρου, όστις μετωνομάσθη Αμβόριος, του εκ Κορυτσάς αρχιμανδρίου Αγαθαγγέλου Τσάμτση ως Επισκόπου Βελεγράδων και του εκ Ζαγοράς Ευθυμίου ως τιτουλαρίου Επισκόπου. Την επαρχίαν Κορυτσάς ανέλαβε και διηύθυνεν επιτροπικώς ο Βησσαρίων Τζοβάνι, αυτοανακηρυχθείς εις Αρχιεπίσκοπον Τιράνων και Δυρραχίου. Ούτος ήτο εκ φύσεως αλλοπρόσαλλος, ευτελής την ψυχήν και αργυχώνητον όργανον της Σερβικής προπαγάνδας και του Σερβικού Πατριαρχείου. Βραδύτερον ετοποθετήθη εις την έδραν της Κορυτσάς ο από του 1923 προσχωρήσας εις την Αλβανικήν Εκκλησίαν Επίσκοπος Συννάδων Χριστοφόρος Κίσσης.
Η ούτω καταρτισθείσα «Ιερά Σύνοδος», διοικήσασα την εν Αλβανία Ορθόδοξον Εκκλησίαν μέχρι του 1936, επροκάλεσεν έντονον και επίμονον την αντίδρασιν του Ορθοδόξου εν Αλβανία στοιχείου. Ο ελληνισμός της Β. Ηπείρου, πρωτοστατούντων των Κορυτσαίων, ηξίωσεν απ’ ευθείας από τον Τζοβάνι παραίτησιν ως αντικανονικού και ανεπιθυμήτου, την οποίαν και επέτυχε την 25 Μαΐου 1936. Είτα τη συγκαταθέσει της Αλβανικής κυβερνήσεως εγένετο η ανασύνδεσις των σχέσεων μετά του Οικουμενικού Πατριαρχείου, κατόπιν υποβολής αυτώ αιτήσεως των πολιτικών τε και κοινοτικών παραγόντων της Αλβανίας προς κανονικήν λύσιν του εκκλησιαστικού ζητήματος και έκδοσιν του σχετικού Τόμου ανακηρύξεως της εν Αλβανία Ορθοδόξου Εκκλησίας εις Αυτοκέφαλον.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου